μεταδίδω


μεταδίδω
Προφορά

Ετυμολογία
μεταδίδω μεταγενέστερη ελληνική μεταδίδω

Ερμηνεία
μεταδίδω

✦ κ. μεταδίνω ρ. (μετέδωσα, μεταδόθηκα, μεταδομένος) δίνω σε κάποιον κάτι που έχω ή μέρος από κάτι, μεταβιβάζω: πίστευε στον αγώνα του κι είχε τη δύναμη να μεταδίνει την πεποίθησή του και στους άλλους (Γ. Θεοτοκάς) – προσπαθούσε να του μεταδώσει τα ιδανικά του (Γ. Θεοτοκάς)
✦ πληροφορώ κάποιον για κάτι που έμαθα ή άκουσα, διαδίδω: το νέο μεταδόθηκε αμέσως σ’ όλο το χωριό
✦ (για ραδιόφωνο, τηλεόραση, ασύρματο κτλ.) μεταβιβάζω, εκπέμπω σήμα, πρόγραμμα κτλ.: το μήνυμα μεταδόθηκε με τον ασύρματο – το ραδιόφωνο μεταδίδει ειδήσεις – τα αποτελέσματα των εκλογών θα μεταδοθούν απ’ όλα τα κανάλια
✦ μολύνω κάποιον με νόσημα που έχω, κολλώ: του μετέδωσε την αρρώστια – ο ιός μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή – σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ά. αφροδίσια)
✦ επιτρέπω σε ήχο, φως, θερμότητα κτλ. να διέλθει από κάποιο μέσο, αγωγό: ο ήχος μεταδίδεται από τα περισσότερα υγρά, αέρια και στερεά σώματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.