μεταλίκι


μεταλίκι
Προφορά

Ετυμολογία
μεταλίκι └τουρκ┘metelik

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μεταλίκι

✦ κέρμα, μεταλλικό νόμισμα: να πείτε πως πάτε στον εσπερινό και να σας δώσει η μάνα σας από ένα μεταλίκι ν’ ανάψετε κερί (Ν. Καζαντζάκης)
✦ (γεν.) χρήμα: μάζεψε μπόλικο μεταλίκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.