μετακυλώ


μετακυλώ
Προφορά

Ετυμολογία
μετακυλώ μεταγενέστερη ελληνική μετα-κυλίω

Ερμηνεία
μετακυλώ

✦ κ. μετακυλώ, -άς, -ά ρ. (μετακύλ-ισα κ. -ησα, -ίστηκα κ. μετεκυλίσθην, μετακυλισμένος) μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο κυλώντας το, μετατοπίζω: μειώνεται και η ικανότητα των επιχειρήσεων να μετακυλήσουν τις τιμές στον καταναλωτή (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
✦ (για νόσο ή ασθενή) χειροτερεύω, υποτροπιάζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.