μετακομιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
μετακομιστικός αρχαία ελληνική μετακομιστικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μετακομιστικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στη μετακόμιση ή που κάνει μετακόμιση
✦ πληθ. ουδ. τα μετακομιστικά ως ουσ., οι δαπάνες για τη μετακόμιση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–