μετακλητός
Προφορά
Ετυμολογία
μετακλητός μετακαλώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μετακλητός -ή, -ό
✦ αυτός που έχει μετακληθεί ή ήλθε με μετάκληση: μετακλητοί εκπαιδευτές του στρατού
✦ αυτός που μπορεί να μετακληθεί
✦ (για υπάλληλο) που είναι δυνατόν να ανακληθεί, ο μη μόνιμος
✦ ουδ. μετακλητό ως ουσ., η ιδιότητα της μη μονιμότητας υπαλλήλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–