μετακενώνω
Προφορά
Ετυμολογία
μετακενώνω μεταγενέστερη ελληνική μετακενόω -ῶ (= μεταγγίζω υγρό)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μετακενώνω
✦ μεταφέρω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, μεταγγίζω
✦ (μτφ. ) μεταδίδω σε άλλο τόπο ή πρόσωπο ιδέες, επιστήμες, τέχνες κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–