μετακαλώ
Προφορά
Ετυμολογία
μετακαλώ αρχαία ελληνική μετακαλῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μετακαλώ -είς, -εί
✦ καλώ κάποιον να μεταβεί από ένα μέρος σε άλλο, προσκαλώ κάποιον να επανέλθει στο μέρος που ήταν προηγουμένως ή στον τόπο που ευρίσκομαι: η κυβέρνηση μετακάλεσε τον πρεσβευτή μας από τη γειτονική χώρα για διαβουλεύσεις με τον υπουργό – έχουν μετακληθεί ξένοι ειδικοί για να εκπαιδεύσουν τους πιλότους μας στα νέα αεροσκάφη
✦ (γεν.) προσκαλώ
✦ αναιρώ, ανακαλώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–