μεταθέτω
Προφορά
Ετυμολογία
μεταθέτω αρχαία ελληνική μετα-τίθημι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μεταθέτω
✦ αλλάζω τη θέση ενός πράγματος, μετατοπίζω: γράφτηκαν υπερβολικά πολλά σχόλια που μεταθέτουν το κέντρο της προσοχής του αναγνώστη (Γ. Σεφέρης)
✦ φρ. μεταθέτω τις ευθύνες, επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε κάποιον άλλον
✦ (κ. για πρόσ.) τοποθετώ σε άλλη θέση: θα μετατεθούν πολλοί εκπαιδευτικοί στις ακριτικές περιοχές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–