μεταίχμιο


μεταίχμιο
Προφορά

Ετυμολογία
μεταίχμιο αρχαία ελληνική μεταίχμιον (= μέρος ανάμεσα σε δύο αιχμές, δηλ. αντίθετα στρατόπεδα), └ουδ┘ του επιθέτου μεταίχμιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μεταίχμιο

(μτφ. ) το σημείο διαχωρισμού ανάμεσα σε δύο αντίθετες ή διαδοχικές καταστάσεις, το κρίσιμο σημείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.