μετάδοση
Προφορά
Ετυμολογία
μετάδοση αρχαία ελληνική μετάδοσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μετάδοση
✦ το να δίνει κάποιος σε άλλον κάτι που έχει ή μέρος από κάτι
✦ (για ραδιόφωνο, τηλεόραση, ασύρματο κτλ.) εκπομπή σήματος, προγράμματος κτλ.: μετάδοση του τελικού ποδοσφαιρικού αγώνα για το κύπελλο πρωταθλητριών Ευρώπης
✦ η μεταβίβαση από πρόσωπο σε κάποιο άλλο νοσογόνου παράγοντα (μικροβίου, ιού κτλ.): η μετάδοση του έιτζ
✦ δίοδος, διάδοση ήχου, φωτός, θερμότητας κτλ. από κάποιο μέσο, αγωγό: τα περισσότερα υγρά, αέρια και στερεά σώματα είναι μέσα μετάδοσης του ήχου
✦ η θεία κοινωνία, μετάληψη: είδα στη μετάδοση το χείλι να μην τρέμει (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–