μασκαρεύω
Προφορά
Ετυμολογία
μασκαρεύω μασκαράς
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μασκαρεύω
✦ μεταμφιέζω σε μασκαρά
✦ (μτφ. ) γελοιοποιώ, διαπομπεύω
✦ (μέσ.) μασκαρεύομαι, ντύνομαι μασκαράς: ήρθανε μασκαρεμένοι και κανείς δεν τους γνώρισε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–