μασκαράς


μασκαράς
Προφορά

Ετυμολογία
μασκαράς └βενετ┘ mascara

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μασκαράς


✦ προσωπιδοφόρος, μεταμφιεσμένος της αποκριάς
✦ (τουρκ. maskara
Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.