μασίφ
Προφορά
Ετυμολογία
μασίφ └γαλλ┘ massif (= συμπαγής, ατόφιος
Ερμηνεία
επίθετο
└άκλιτο┘ μασίφ
✦ (για ασημένια ή χρυσά σκεύη) ο αποτελούμενος εξ ολοκλήρου από χρυσό ή ασήμι, που δεν είναι κούφιος, επιχρυσωμένος ή επάργυρος
✦ (για αρχιτεκτονικό ή καλλιτεχνικό στιλ) ο συμπαγής, ο αποτελούμενος από πυκνή, ενιαία μάζα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–