μασέρ


μασέρ
Προφορά

Ετυμολογία
μασέρ └γαλλ┘ masseur – masseuse

Ερμηνεία
μασέρ

✦ άκλ. ουσ. θηλ. μασέζ ο ειδικός στο μασάζ, χειρομαλάκτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.