μαρτυρικός
Προφορά
Ετυμολογία
μαρτυρικός μεσαιωνική ελληνική μαρτυρικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μαρτυρικός -ή, -ό
✦ ο του μάρτυρα ή της μαρτυρίας
✦ ο αναφερόμενος στους μάρτυρες της Εκκλησίας
✦ βασανιστικός, γεμάτος μαρτύρια: μαρτυρική ζωή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μαρτυρικά (Κ μαρτυρικώς)