μάζα


μάζα
Προφορά

Ετυμολογία
μάζα αρχαία ελληνική μᾶζα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μάζα

✦ ύλη που μοιάζει με ζύμη, πολτός
✦ (φυσ.) η ποσότητα ύλης που περιέχεται σ’ ένα σώμα
✦ (ιδ. στον πληθ.) το πλήθος του λαού, ο πολύς λαός: η κυβέρνηση πρέπει να φροντίσει για τις μάζες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.