λύσσα
Προφορά
Ετυμολογία
λύσσα αρχαία ελληνική λύσσα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η λύσσα
✦ μανιασμένη ορμή
✦ μολυσματική αρρώστια προκαλούμενη από ιό, που τον μεταδίδουν στον άνθρωπο ορισμένα ζώα
✦ (μτφ. ) μανία, οργή: επετέθη με λύσσα στον οδηγό
✦ (συνεκδ.) ακόρεστη ερωτική επιθυμία
✦ (για φαγητά) το πολύ αλμυρό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–