λύση


λύση
Προφορά

Ετυμολογία
λύση αρχαία ελληνική λύσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η λύση

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λύνω, αποσύνδεση
✦ αποσύνθεση, διάλυση
✦ άρση, κατάργηση ηθικού ή νομικού δεσμού
✦ εύρεση του ζητουμένου σε πρόβλημα, αίνιγμα κτλ.
✦ ξεκαθάρισμα, διευθέτηση
✦ (λογοτ.) έκβαση, τερματισμός της υποθέσεως: λύση του δράματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.