λυσσόδηκτος


λυσσόδηκτος
Προφορά

Ετυμολογία
λυσσόδηκτος λύσσα + δάκνω (= δαγκώνω)

Ερμηνεία
επίθετο┘ λυσσόδηκτος -η, -ο

✦ που τον δάγκωσε λυσσασμένος σκύλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.