λυρικός
Προφορά
Ετυμολογία
λυρικός αρχαία ελληνική λυρικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ λυρικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με τη λύρα: λυρική ποίηση (στην αρχαιότητα η απαγγελλόμενη με συνοδεία λύρας· σήμερα, η ποίηση που εκφράζει υποκειμενικά συναισθήματα)
✦ ο διατυπωμένος με ποιητικό ύφος
✦ (θεατρ.) ο του μελοδράματος: λυρική σκηνή – λυρικός καλλιτέχνης (ο καλλιτέχνης της όπερας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
λυρικά (Κ λυρικώς)