λυπώ


λυπώ
Προφορά

Ετυμολογία
λυπώ αρχαία ελληνική λυπέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα λυπώ -είς, -εί

✦ θλίβω, δυσαρεστώ, πικραίνω: δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των (Κ. Καβάφης)
✦ (μέσ.) λυπούμαι (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα
χαροποιώ
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.