λυπούμαι


λυπούμαι
Προφορά

Ετυμολογία
λυπούμαι αρχαία ελληνική λυπέομαι -οῦμαι

Ερμηνεία
λυπούμαι

✦ κ. λυπάμαι, -άσαι, -άται ρ. (λυπ-ήθηκα, -ημένος) αισθάνομαι λύπη
✦ συμπονώ
✦ δυσαρεστούμαι, στενοχωρούμαι: λυπάμαι που καθυστέρησα
✦ φειδωλεύομαι, τσιγκουνεύομαι: λυπάται και τη δεκάρα
(μτφ. ) λογαριάζω, υπολογίζω: δε λυπάσαι τον κόπο σου

Συνώνυμα
θλίβομαι
Αντίθετα
χαίρομαι
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.