λυπηρός


λυπηρός
Προφορά

Ετυμολογία
λυπηρός αρχαία ελληνική λυπηρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ λυπηρός -ή, -ό

✦ που προκαλεί λύπη, θλιβερός, δυσάρεστος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ευχάριστος
Επιρρήματα
λυπηρά (Κ λυπηρώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.