κοντεύω
Προφορά
Ετυμολογία
κοντεύω μεσαιωνική ελληνική κοντεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κοντεύω
✦ πλησιάζω: κοντεύουμε να φτάσουμε
✦ βρίσκομαι κοντά σε ορισμένη κατάσταση, ιδ. δυσάρεστη, κινδυνεύω να: κόντεψε να λιποθυμήσει – να σκοτωθεί
Συνώνυμα
ζυγώνω, σιμώνω
Αντίθετα
μακραίνω
Επιρρήματα
–