κοντακιά


κοντακιά
Προφορά

Ετυμολογία
κοντακιά κοντάκι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κοντακιά

✦ χτύπημα με το κοντάκι: με κοντακιές και καμτσικιές μας αναγκάζανε να περπατάμε μέρα και νύχτα (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.