κοντέινερ


κοντέινερ
Προφορά

Ετυμολογία
κοντέινερ └αγγλ┘container

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το κοντέινερ

✦ μεγάλο μεταλλικό κιβώτιο σταθερού μεγέθους για τη μεταφορά προϊόντων οδικώς, σιδηροδρομικώς, διά αέρος ή θαλάσσης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.