καταπαύσιμος


καταπαύσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
καταπαύσιμος μεσαιωνική ελληνική καταπαύσιμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ καταπαύσιμος -η, -ο

✦ αυτός του οποίου η κατάπαυση είναι δυνατή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.