καταπατήτρια
Προφορά
Ετυμολογία
καταπατήτρια μεταγενέστερη ελληνική καταπατητής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο καταπατήτρια
✦ θηλ. καταπατήτρια σφετεριστής, πρόσωπο που παράνομα οικειοποιείται: οργιάζουν οι καταπατητές οικοπέδων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–