καταπάτηση
Προφορά
Ετυμολογία
καταπάτηση μεταγενέστερη ελληνική καταπάτησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καταπάτηση
✦ ποδοπάτημα
✦ (μτφ. ) παραβίαση: καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
✦ (νομ.) σφετερισμός, οικειοποίηση: καταπάτηση ξένης περιουσίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–