καταξεσκίζω


καταξεσκίζω
Προφορά

Ετυμολογία
καταξεσκίζω κατά + ξεσκίζω

Ερμηνεία
καταξεσκίζω

✦ κ. καταξεσχίζω ρ. (καταξέσκ(-σχ-)-ισα, -ίστηκα, -ισμένος) ξεσκίζω εντελώς, κουρελιάζω
(μτφ. ) πληγώνω: μου καταξέσκισε την καρδιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.