καταξίωση


καταξίωση
Προφορά

Ετυμολογία
καταξίωση μεταγενέστερη ελληνική καταξίωσις

Ερμηνεία
καταξίωση

✦ ουσ. (Κ καταξίωσις, -εως) η κατάσταση του καταξιωμένου, του επιβεβλημένου στην κοινή συνείδηση ως άξιου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.