κατανυκτικός
Προφορά
Ετυμολογία
κατανυκτικός μεσαιωνική ελληνική κατανυκτικός
Ερμηνεία
κατανυκτικός
✦ κ. κατανυχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτική, -όν) που προκαλεί βαθιά συγκίνηση, που γίνεται με κατάνυξη: στο μισόφωτο, μες στο άρωμα του λιβανιού… τους πολυελαίους, τα μανουάλια, την κατανυκτική ατμόσφαιρα της ορθοδοξίας (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
κατανυκτικά κ.κατανυχτικά (Κ κατανυκτικώς)