καταντώ
Προφορά
Ετυμολογία
καταντώ αρχαία ελληνική καταντῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταντώ -άς, -ά
✦ φτάνω, καταλήγω σε ορισμένη κατάσταση, ιδ. δυσάρεστη: και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει (Κ. Καβάφης) – το νομοθέτημα είχε καταντήσει ένα νόθο κατασκεύασμα (Γ. Θεοτοκάς)
✦ ξεπέφτω ηθικά ή υλικά: κατάντησε ψεύτης και κλέφτης
✦ (μτβ.) οδηγώ σε κατάντια, σε εξευτελισμό: είδες πώς τον κατάντησε το πάθος του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–