καταντροπιάζω


καταντροπιάζω
Προφορά

Ετυμολογία
καταντροπιάζω κατά + ντροπιάζω

Ερμηνεία
ρήμα καταντροπιάζω

✦ γίνομαι αιτία να αισθανθεί κάποιος μεγάλη ντροπή: καταντροπιάστηκε ο άνθρωπος με όσα του είπες
✦ ατιμάζω: καταντρόπιασε το όνομα της φαμίλιας του με τα καμώματά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.