καταληψίας


καταληψίας
Προφορά

Ετυμολογία
καταληψίας κατάληψη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταληψίας

✦ αυτός που ενεργεί κατάληψη δημόσιου χώρου ή κτιρίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.