καταληψία
Προφορά
Ετυμολογία
καταληψία καταλαμβάνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καταληψία
✦ παθολογική κατάσταση σε περιπτώσεις υστερίας και υπνωτισμού, κατά την οποία το σώμα ακινητοποιείται σε ορισμένη στάση και ο πάσχων πέφτει σε νάρκη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–