καταληπτός


καταληπτός
Προφορά

Ετυμολογία
καταληπτός αρχαία ελληνική καταληπτός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καταληπτός -ή, -ό

✦ ευκολονόητος, που μπορεί να κατανοηθεί

Συνώνυμα
εύληπτος, ευκολονόητος
Αντίθετα
ακατάληπτος, ακαταλαβίστικος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.