καταληπτικός


καταληπτικός
Προφορά

Ετυμολογία
καταληπτικός μεταγενέστερη ελληνική καταληπτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ καταληπτικός -ή, -ό

✦ ο ικανός να κυριεύσει
✦ ο ικανός να εννοήσει κάτι |(ιατρ.) ο σχετικός με την καταληψία
✦ ο άρρωστος από καταληψία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
καταληπτικά (Κ καταληπτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.