καταληκτικός


καταληκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
καταληκτικός μεταγενέστερη ελληνική καταληκτικός

Ερμηνεία
καταληκτικός

✦ κ. καταληχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτικός, -ή, -όν) που καταλήγει, που τελειώνει
✦ ο της καταλήξεως
✦ (γραμμ.) καταληκτική ονομαστική, η ονομαστική τριτόκλιτου ονόματος που σχηματίζεται με την κατάληξη -ς
✦ (μετρ.) καταληκτικός στίχος, ο στίχος που έχει ατελή τον τελευταίο πόδα κατά μία ή δύο συλλαβές

Συνώνυμα

Αντίθετα
καταληκτικά κ.καταληχτικά (Κ καταληκτικώς)
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.