καταλερώνω


καταλερώνω
Προφορά

Ετυμολογία
καταλερώνω κατά + λερώνω) (καταλέρ-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος) (με επιτατ. σημ.) λερώνω, βρομίζω: καταλασπωμένες μπότες που καταλέρωναν τα πάντα (Γ. Μπεράτης) – καταλερωμένες μπότες που είχαν οκάδες λάσπη (Γ. Μπεράτης)

Ερμηνεία
καταλερώνω

✦ ρ.

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.