καταλαμβάνω


καταλαμβάνω
Προφορά

Ετυμολογία
καταλαμβάνω αρχαία ελληνική καταλαμβάνω

Ερμηνεία
ρήμα καταλαμβάνω

✦ κυριεύω με δυναμικά μέσα
✦ προφταίνω, πιάνω κάποιον να κάνει κάτι, ιδ. κακό
✦ (για τόπους) κατέχω έκταση
✦ καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι: καταλήφθηκε από κρίση – από μανία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.