καταλαλητής


καταλαλητής
Προφορά

Ετυμολογία
καταλαλητής καταλαλώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καταλαλητής

✦ θηλ. καταλαλήτρα ο κακολόγος, που του αρέσει να δυσφημεί, να κακολογεί: το χαροκόπο κόσμο και τον καταλαλητή (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.