καταλήγω
Προφορά
Ετυμολογία
καταλήγω αρχαία ελληνική κατα-λήγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταλήγω
✦ φτάνω σε τέρμα
✦ καταντώ
✦ (μτφ. ) φτάνω σε αποτέλεσμα: οι συνομιλητές δεν καταλήξανε σε καμιά απόφαση
✦ έχω ορισμένη έκβαση: η συζήτηση κατέληξε σε καβγά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–