καταλάμπω
Προφορά
Ετυμολογία
καταλάμπω αρχαία ελληνική κατα-λάμπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καταλάμπω
✦ λάμπω σε μέγιστο βαθμό
✦ (κυριολ. κ. μτφ.) φωτίζω με λαμπρό φως: γιατί σε καταλάμψανε, Σαούλ, τα ουράνια φώτα (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–