κατάληψη


κατάληψη
Προφορά

Ετυμολογία
κατάληψη αρχαία ελληνική κατάληψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κατάληψη

✦ κυρίευση, εκπόρθηση χώρας, πόλεως κτλ.
✦ κατοχή
✦ είσοδος και παραμονή διαμαρτυρόμενων πολιτών σε δημόσιους χώρους ή κτίρια, για την προβολή ή ικανοποίηση συνδικαλιστικού ή πολιτικού αιτήματος: οι φοιτητές προχώρησαν σε καταλήψεις των σχολών
✦ παραμονή εργαζομένων στον εργασιακό τους χώρο και παρεμπόδιση των εργασιών με σκοπό την ικανοποίηση αιτημάτων: οι απεργοί προχώρησαν σε κατάληψη του εργοστασίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.