καπάκι
Προφορά
Ετυμολογία
καπάκι └τουρκ┘kapak
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καπάκι
✦ σκέπασμα σκεύους ή δοχείου
✦ κρέας βοδιού ή μοσχαριού που σκεπάζει τα παΐδια
✦ φρ. ήρθαν καπάκι, αναποδογύρισαν: έτσι που το ‘χαν κάνει το φόρτωμα όλα θα ‘ρθουν καπάκι στην πρώτη αναποδιά (Γ. Μπεράτης) κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, για ανθρώπους με όμοιο χαρακτήρα και ιδ. για φαύλους – τα κάνανε καπάκια, συγκάλυψαν ανήθικη πράξη ή συμφιλιώθηκαν πρώην εχθροί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–