καουτσουκένιος
Προφορά
Ετυμολογία
καουτσουκένιος καουτσούκ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ καουτσουκένιος -ια, -ιο
✦ φτιαγμένος από καουτσούκ, λαστιχένιος: με τον ήχο που κάνουν οι σταλαματιές πάνω στην καουτσουκένια κάπα (Ρ. Αποστολίδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–