καινοτομώ


καινοτομώ
Προφορά

Ετυμολογία
καινοτομώ αρχαία ελληνική καινοτομέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα καινοτομώ -είς, -εί

✦ ανοίγω νέους δρόμους, εισάγω καινούριες μεθόδους, νεοφανείς τρόπους, νεοτερίζω: σύχναζαν στην όπερα, ιδιαίτερα την ιταλική, που καινοτομούσε ανακαλύπτοντας τα θέματα των λιμπρέτων (Ρέα Γαλανάκη)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.