καδένα


καδένα
Προφορά

Ετυμολογία
καδένα μεσαιωνική ελληνική καδένα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καδένα

✦ αλυσίδα, ιδ. του ρολογιού
✦ χοντρή αλυσίδα για διάφορες χρήσεις στα πλοία: τύλιγε την καδένα, σήκωνε την άγκυρα (Π. Πρεβελάκης)
✦ κόσμημα που κρεμιέται από το λαιμό: χρυσή – ασημένια καδένα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.