καγχαστικός


καγχαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
καγχαστικός καγχάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ καγχαστικός -ή, -ό

✦ αυτός που γίνεται με καγχασμό ή έχει την τάση να καγχάζει: καγχαστικά γέλια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.